- ἐπιορκίας
- ἐπιορκίᾱς , ἐπιορκίαfalse swearingfem acc plἐπιορκίᾱς , ἐπιορκίαfalse swearingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERJURIUM — quanto in horrore fuerit Atheniensibus, vel hinc videre est, quod, sicut virum bonum indigitare volentes, eum vocârunt ἔυορκον, i. e. iuratae fidei tenacem, Hesiod. in ἔργ. v. 188. Οὐδέ τις ἐυόρκου χάρις ἔςςεται οὔτε δικαίου. Et Aristophanes… … Hofmann J. Lexicon universale
Πραξιδίκες — Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν 3, η Αλαλκομένεια, η Θελξίνοια και η Αυλίς, κόρες του μυθικού Βοιωτού Ωγύγη. Στην Αλίαρτο της Βοιωτίας, κοντά στο Τιλφούσιο όρος, υπήρχε ιερό τους, και τις λάτρευαν ως τιμωρούς της αδικίας και της επιορκίας. Οι Π.… … Dictionary of Greek